
Ψυχολόγος Υγείας MSc. PhD
Program Director MSc Psychology of Health
City Unity College/ Cardiff University
τ. Λέκτορας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ
Ψυχιατρικός Τομέας & Μονάδα Νοσηλείας
Μεσογειακής Αναιμίας Γ.Γ.Ν. «Αγ. Παντελεήμων»
15/11/13
Σε όλο τον κόσμο, οι μυοσκελετικές διαταραχές αποτελούν ένα από τα κύρια αίτια νοσηρότητας των χρόνιων παθήσεων. Ο επιπολασμός αυτών των παθογόνων καταστάσεων αναμένεται να αυξηθεί εντυπωσιακά αν βασιστούμε στο γεγονός πως ο αριθμός των υπερήλικων αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι εμφανίζεται παρατεταμένη μέση υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής (Woolf and Pfleger 2003).
Πολλές μυοσκελετικές διαταραχές δημιουργούν σοβαρό, μακροχρόνιο πόνο. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι ο παρατεταμένος χρόνιος πόνος που δεν έχει αντιμετωπιστεί ή δεν έχει αντιμετωπιστεί ολοκληρωμένα, μπορεί να έχει σημαντικά σωματικά, ψυχολογικά, και κοινωνικά αρνητικά αποτελέσματα, και μπορεί να οδηγήσει σε αποδιοργάνωση στην καθημερινή ζωή ενός ατόμου. Έτσι η αξιολόγηση της σχετικής με την υγεία ποιότητας ζωής (HRQoL), παρέχει έναν τρόπο στο υγειονομικό προσωπικό, να καταλάβει καλύτερα την επίδραση αυτής της χρόνιας κατάστασης στη γενική ευημερία των ασθενών που πάσχουν από μυοσκελετικά νοσήματα.
Επιπλέον, η αξιολόγηση της σωματικής, διανοητικής, και κοινωνικής υγείας είναι απαραίτητη για να καθορίσει άλλες μορφές θεραπείας που μπορεί να συμβάλουν ταυτόχρονα, ώστε να συνδυαστούν με την φαρμακευτική αγωγή για την βελτίωση της κλινικής κατάστασης του ασθενή. Πρέπει λοιπόν να θυμόμαστε συνεχώς πως η σχετιζόμενη με την υγεία ΠΖ (HRQoL), είναι μια ολιστική έννοια που βλέπει την ανθρώπινη υγεία και την ευημερία μέσα στο πλαίσιο του ορισμού της υγείας που δίνεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) (Guyatt, Feenz and Patrick 1993).
Όπως λοιπόν θα γίνει εμφανές στην συνέχεια, ο χρόνιος μυοσκελετικός πόνος επιδρά αρνητικά στη Σωματική (φυσική) υγεία με διάφορους τρόπους. Αρχικά, σύμφωνα με μελέτη του ΠΟΥ υπάρχουν στοιχεία ότι τα άτομα με χρόνια μυοσκελετικά προβλήματα (ΧΜΠ) είναι πιθανότερο να έχουν μακροχρόνιο περιορισμό στις δραστηριότητες που είναι σε θέση να επιτελέσουν στην καθημερινή τους ζωή (Harley and Wolfe 1991).
Πολλές προηγούμενες μελέτες όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε από τους Hawley και Wolfe το 1991 για τις ρευματοειδείς διαταραχές σε 1522 ασθενείς (Harley και Wolfe 1991), ή των Anderson και Chernoff που πραγματοποιήθηκε το 1993 (Anderson and Chernoff 1993), αλλά και αυτή των MacKinnon, Avison και McCain το 1994 (MacKinnon, Avison and McCain 1994) αποκάλυψαν ότι υπάρχει μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του πόνου και της μείωσης στη σωματική δραστηριότητα.
Η οξύτητα του πόνου (Ang, Kroenke and McHorney 2006), η διάρκεια (Kovacs, Abraira, et al. 2005), ή ο εντοπισμός του σε συγκεκριμένη περιοχή του σώματος (Schasfoort, Bussmann and Stam 2004) μπορούν να διαδραματίσουν έναν κρίσιμο ρόλο στη φυσική λειτουργικότητα ενός ατόμου που πάσχει από χρόνιο μυοσκελετικό πρόβλημα.
Η μείωση στη σωματική δραστηριότητα λόγω του πόνου μπορεί να συμβάλει σε μια προοδευτική μείωση στη δύναμη των μυών και στην ευελιξία του σώματος των πασχόντων και να οδηγήσει τελικά στη λήψη υπερβολικού βάρους. Ο συνδυασμός αυτών των συνεπειών με τη σειρά του μπορεί να επιδεινώσει το χρόνιο πόνο που συνδέεται με τις μυοσκελετικές διαταραχές. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως σε πολλές επιδημιολογικές μελέτες, έχει αποδειχθεί ότι ο πόνος είναι ένας από τους σημαντικότερους καθοριστικούς παράγοντες της φυσικής ανικανότητας μεταξύ των ασθενών με οστεοαρθρίτιδα, οσφυαλγία, και ρευματοειδή αρθρίτιδα (Creamer, Lethbridge-Cejku and Hockberg 2000) (Kovacs, Muriel, et al. 2005) (Katz, Morris and Yelin 2006).