Ο όρος ‘το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού’ είναι ένα αγγλικό ιδιωματικό που συναντάται από το 1675 και σημαίνει μια συνεχόμενη πράξη η οποία περιλαμβάνει το συνεχές κυνηγητό που βρίσκεται κοντά στη κατάκτηση του άλλου αλλά που ενέχει συνεχώς την απόδραση του ενός από τον άλλον. Περνώντας το παραμύθι μέσα στη καθημερινότητά μας και στη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι πολλά ζευγάρια φαίνεται να χτίζουν τις σχέσεις τους με βάση αυτή τη δυναμική της καταδίωξης και της παρολίγον κατάκτησης.
Όπως λοιπόν μου έλεγε μια θεραπευόμενη πριν λίγες ημέρες ‘Αυτό που μου αρέσει σε μια σχέση είναι πάντα η αρχή, το σημείο μέχρις ότου να κάνω τον άλλον να ενδιαφερθεί πραγματικά για εμένα. Όμως, μόλις αρχίσει να με κυνηγά τότε το παιχνίδι έχει τελειώσει για εμένα. Σταματάω να ενδιαφέρομαι για αυτόν. Αν όμως αρχίσει να απομακρύνεται και να θέλει να φύγει μακριά μου τότε αρχίζω να πανικοβάλλομαι και παίζω πάλι το παιχνίδι της πιστής ενδιαφερόμενης από την αρχή.’. Ένας άλλος θεραπευόμενος μου εξιστορούσε ‘Το έχει η μοίρα μου να διαλέγω πάντα τις πιο δύσκολες γυναίκες. Μάλλον μου αρέσουν αυτές που δύσκολα μπορούν να κατακτηθούν.’. Ένα άλλο ζευγάρι που είχαν έρθει για συμβουλευτική γάμου, με πολύ έντονο δυναμικό στη σχέση τους, μου είχαν πει χαρακτηριστικά ‘Κάθε φορά που αρχίζουμε να τα πηγαίνουμε καλά, τότε ο ένας από εμάς αρχίζει να βρίσκει και μια μικρή αιτία για ένα καινούριο καβγά, σαν να μη μπορούμε να διατηρήσουμε μια ηρεμία στη σχέση για πολύ καιρό. Φαίνεται να είμαστε καλά μόνο όταν βρισκόμαστε σε μια συνεχή σύγκρουση.’.
Η αλήθεια μέσα σε όλες αυτές τις σχέσεις αντανακλά μια αδιαμφισβήτητη μάχη που υπάρχει ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Και οι δύο σύντροφοι, που μπαίνουν σε τέτοια παιχνίδια κυνηγητού, φοβούνται την οικειότητα και έτσι μπαίνουν σε αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι που τους επιτρέπει να εμπλέκονται μέσα στη σχέση κρατώντας όμως συγκεκριμένες αποστάσεις ασφαλείας του ενός από τον άλλον. Έτσι, η αλήθεια είναι ότι υποσυνείδητα ενδιαφέρεται για το ποντίκι επειδή του ξεγλιστρά και το ποντίκι ενδιαφέρεται για τη γάτα επειδή τον κυνηγά. Όσο λοιπόν ο ένας ξεγλιστρά και ο άλλος κυνηγά τόσο μπορούν να είναι βέβαιοι ότι η σχέση τους παραμένει σταθερή και επιβιώνει διατηρώντας την απόσταση ασφαλείας. Τέτοιες σχέσεις είναι χαρακτηριστικές σε άτομα που παρουσιάζουν ανασφαλές τύπου δεσμό από την παιδική τους ηλικία.
Είναι όπως τα παιδιά με ανασφαλή τύπου δεσμό που δεν μπορούν ποτέ να εμπιστευτούν ένα ξένο γιατί νιώθουν την ανασφάλεια που τους καλλιέργησε η μητέρα τους κατά το πρώτο έτος της ζωής τους. Τα συγκεκριμένα παιδιά εμφανίζουν σημαντικό βαθμό δυσλειτουργικού στρες όταν αποχωρίζονται από το γονιό ή από τον φροντιστή τους που όμως δεν μειώνεται όταν επιστρέφει ο γονιός. Σε κάποιες περιπτώσεις δε, το παιδί μπορεί να απορρίπτει παθητικά το γονιό με το να αρνείται να βιώσει αυτό το αίσθημα της εμπιστοσύνης που θα έπρεπε και πολλές φορές μπορεί να αντιδρά ακόμη και επιθετικά απέναντι σε αυτόν. Το γεγονός αυτό συνδέεται και με τη φάση της επαναπροσέγγισης από το χωρισμό ή την ενηλικίωση που έχει περιγράψει η ψυχαναλύτρια Margaret Mahler. Κατά τη διάρκεια αυτής της αναπτυξιακής φάσης, το κυνήγι του παιδιού για την ανεξαρτησία φουντώνει από τα αισθήματα του άγχους αποχωρισμού, τα οποία όμως στη συνέχεια εξυπηρετούν το άτομο στο να βάλει τα όρια ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί.
Έτσι λοιπόν, οι ενήλικες που έχουν αναπτύξει μια τέτοια ανασφαλή σχέση δεσμού, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να μπορέσουν να έρθουν κοντά με ένα άλλο άτομο και το μεγαλύτερο διάστημα ανησυχούν ότι ο σύντροφος τους δεν πρόκειται να ανταποδώσει τα αισθήματά τους. Το γεγονός αυτό τους κάνει πολλές φορές να χωρίζουν στη σχέση τους καθώς θεωρούν τη σχέση τους είτε απόμακρη είτε ψυχρή και ενώ δρούνε με αυτό το τρόπο και προκαλούνε εκείνοι το χωρισμό στη συνέχεια νιώθουν μια τεράστια απογοήτευση. Πολύ συχνά, λοιπόν, μπαίνουν σε ένα παιχνίδι ρόλων, όπως αυτό της γάτας και του ποντικιού, και μάλιστα με εναλλασσόμενους ρόλους όπου η γάτα φοβάται ότι θα την εγκαταλείψει το ποντίκι και άρα προσπαθεί να κρατήσει μια συγκεκριμένη εγγύτητα ούτως ώστε να νιώσει ασφαλής ταυτόχρονα όμως και αρκετή απόσταση ώστε να μπορέσει να επιβιώσει από την αναπόφευκτη εγκατάλειψη του συντρόφου της. Το ποντίκι, από την άλλη, φοβάται ότι θα καεί από τη γάτα και έτσι κρατάει μια ασφαλή απόσταση, η οποία του εξασφαλίζει τη σχέση όμως συντηρεί και το εγώ του. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος σύντροφος γνωρίζουν πραγματικά πώς να έρθουν ο ένας κοντά στον άλλον χωρίς να φοβούνται είτε την εγκατάλειψη είτε την καταπίεση. Έτσι λοιπόν, φτάνουν και οι δύο σύντροφοι να διαχειρίζονται ασυνείδητα τους φόβους τους βάζοντας αυτό το όριο της απόστασης μεταξύ τους.
Όπως γίνεται κατανοητό, τέτοιες σχέσεις γάτας και ποντικού είναι εξουθενωτικές για τους συντρόφους και είναι απλά ένας τρόπος για το ζευγάρι που φοβάται να υπάρξει μέσα σε μια σχέση στην οποία δεν χρειάζεται να ρισκάρει παραδίδοντας ο ένας στον άλλον. Ταυτόχρονα, καθένας από τους δύο συντρόφους γίνεται ένα με το ρόλο του υποσυνείδητα και η γάτα νιώθει πανίσχυρη με την πιθανότητα ότι μπορεί να πιάσει το ποντίκι και αντλεί ικανοποίηση από το ταλέντο που έχει να μετατρέπει τη μη θέληση του άλλου συντρόφου σε θέληση να μείνει μέσα στη σχέση. Και από την άλλη, ο σύντροφος που παίρνει το ρόλο του ποντικού, ικανοποιείται καθώς γίνεται το αντικείμενο ενός πάθους τόσο έντονου καθώς βλέπει μέσα του την ικανότητα να παρακινεί την ορμή του κυνηγητού σε κάποιον άλλο άνθρωπο.
Συμπερασματικά, όμως, όλα αυτά τα χρόνια που παρακολουθούμε τον Τομ και τον Τζέρι, έχουμε όλοι καταλάβει πως ο Τομ δεν πιάνει ποτέ τον Τζέρι και πως ο Τζέρι ποτέ δεν πιάνεται. Γιατί ποτέ δεν έχουν βρεθεί τόσο κοντά μεταξύ τους ώστε να μπορούν να ικανοποιήσουν ο ένας τον άλλον και να αποκτήσουν μια πραγματικά κοντινή σχέση, ακόμη και αν γινόντουσαν ζευγάρι. Μεταφέροντας λοιπόν αυτό στην πραγματική ζωή, τα ζευγάρια αυτά θα πρέπει να δουλέψουν πάνω στη σχέση τους αναλύοντας ο καθένας ξεχωριστά τους θαμμένους φόβους της δέσμευσης, που κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται πολύ καλά θαμμένοι μέσα στο παρελθόν τους. Μόνο αναγνωρίζοντας και δουλεύοντας πάνω σε αυτούς τους φόβους το ζευγάρι θα μπορέσει αληθινά να συμμετάσχει μέσα σε μια ειλικρινή, στενή σχέση.
Δρ Γεώργιος Λυράκος
MSc, PhD, CPsychil